-
1 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
2 αποικιζω
1) выселять, переселять(τινὰ Θρινακίην ἐς νῆσον Hom.; τινὰ ἐκ τόπων Soph.; δόμων τινά Eur.)
; pass. переселяться, эмигрировать2) pass. быть удаленным, (далеко) находиться, помещаться(ἀποικισθῆναι εἰς τὸ μέσον τῶν ἐσχάτων Plat.; ἀπὸ πατρός Arst.)
3) селить в качестве колонистов, поселять(τινάς Isocr.)
4) заселять, колонизировать(δρυμοὺς ἐρήμους Aesch.; Ἐπίδαμνον πόλιν Thuc.; Τυρρηνίην Her.; πόλις ἀπῳκισμένη ὑπὸ Κορινθίων Plut.)
-
3 ἀποικίζω
Aἀποικιῶ A.Fr.304.10
:—send away from home,ἐς νῆσον Od.12.135
; (lyr.), cf. OC 1390;ἀ. δόμων τινά E.El. 1008
, cf. Hipp. 629; of the queen-bee, X.Oec.7.34:— [voice] Pass., to be settled in a far land, ; emigrate,ἐκ τῆσδε τῆς πόλεως Id.Euthd. 302c
; dwell apart from..,Arist.
GA 740a7.2 metaph., banish,τὰς ψευδεῖς δόξας Ph.2.221
:—[voice] Pass., ; ἀνάγκης οὐκ ἀ. πολύ is not far removed from.., Chaerem.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικίζω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek